προσκατασπώ

προσκατασπώ
-άω, Α
1. (κυρίως για πλοίο) σύρω προς τα κάτω, από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («ναῡς προσκατασπάσαντας αὑτοῑς ἀποστεῑλαι», Πολ.)
2. παθ. προσκατασπῶμαι, -άομαι
(για εμετό) εξάγομαι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + κατασπῶ «σύρω προς τα κάτω, σύρω από την ξηρά στη θάλασσα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”