- προσκατασπώ
- -άω, Α1. (κυρίως για πλοίο) σύρω προς τα κάτω, από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («ναῡς προσκατασπάσαντας αὑτοῑς ἀποστεῑλαι», Πολ.)2. παθ. προσκατασπῶμαι, -άομαι(για εμετό) εξάγομαι μαζί με κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + κατασπῶ «σύρω προς τα κάτω, σύρω από την ξηρά στη θάλασσα»].
Dictionary of Greek. 2013.